Ειδήσεις /
Ο Σπύρος πηγαίνει τα παιδιά με ασφάλεια στο σχολείο κάθε πρωί κι αυτά του σκαρώνουν μαντινάδες
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
με τον ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΨΑΣΚΗ στη LIFO
Ο Σπύρος οδηγεί σχολικό τα τελευταία 11 χρόνια και το καθημερινό ραντεβού με αυτά τα παιδιά είναι που του δίνει τη δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι το πρωί.
Η περιοχή δίπλα στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας έχει μετατραπεί σ' ένα τεράστιο εργοτάξιο, αφού εδώ χτίζεται σιγά-σιγά το καινούργιο γήπεδο της ΑΕΚ. Παρότι είναι πρωί καθημερινής, μέσα στο άλσος υπάρχει αρκετός κόσμος που κάνει βόλτα, αθλείται ή απολαμβάνει τον ήλιο καθισμένος σε κάποιο παγκάκι.
Ένα στενό πιο πέρα βρίσκεται η Σχολή Χατζήβεη. Εκεί εργάζεται ο Σπύρος ως οδηγός σχολικού τα τελευταία 11 χρόνια. Γέννημα-θρέμμα της Νέας Φιλαδέλφειας, έχει ζήσει εδώ το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
«Ξεκίνησα να δουλεύω σε τουριστικά λεωφορεία, αλλά κάποια στιγμή είπα να κάνω κάτι που να με εκφράζει περισσότερο κι έγινα οδηγός σχολικού» λέει. Από εκείνη την πρώτη φορά που έπιασε το τιμόνι του «κίτρινου λεωφορείου» θυμάται ότι ένιωθε το βάρος της ευθύνης. «Σου δίνουν οι γονείς ό,τι πολυτιμότερο έχουν και πρέπει να τους το επιστρέψεις».
Δουλεύει ως οδηγός έξι ώρες την ημέρα. Κάνει ένα δρομολόγιο το πρωί, μαζεύει τα παιδιά από τα σπίτια τους και δύο δρομολόγια το μεσημέρι, για να τα γυρίσει πίσω.
Τον ρωτάω αν θεωρεί τη δουλειά του δύσκολη, κυρίως επειδή περνάει πολλές ώρες πίσω από το τιμόνι κι έχει την ευθύνη τόσων παιδιών. «Δεν είτε ούτε δύσκολη ούτε εύκολη. Είναι ευχάριστη, αφού έχεις να κάνεις με παιδιά. Δε θα έλεγα ότι είναι η δουλειά καθαυτή που σε δυσκολεύει αλλά οι δρόμοι της Αθήνας».
Όπως είναι αναμενόμενο, η συζήτηση πηγαίνει στη συμπεριφορά των Ελλήνων οδηγών. «Δεν έχουμε καμία οδηγική συνείδηση ως λαός. Καθόλου, στην κυριολεξία όμως.
Το μοναδικό άγχος του Σπύρου είναι να γυρίσει με ασφάλεια τα παιδιά στο σπίτι τους. «Όταν αφήνεις το τελευταίο παιδί, ξέρεις ότι όλα πήγαν καλά» λέει και στον τρόπο του διακρίνω μια ειλικρινή έγνοια που ενισχύεται όσο συνεχίζει να μιλάει.
«Με αυτά τα παιδιά αποκτάς μια σχεδόν συγγενική σχέση. Σκέψου ότι φεύγουν από τους γονείς τους για πρώτη φορά και τα παραλαμβάνουμε εμείς, ο οδηγός και ο συνοδός του σχολικού. Κατά κάποιον τρόπο, μας θεωρούν τη μάνα και τον πατέρα τους στο σχολείο. Εμείς τα πηγαίνουμε, εμείς τα φέρνουμε, εμείς τα ακούμε, εμείς τα ξυπνάμε, τα πάντα. Τα θεωρούμε παιδιά μας, τελείωσε».
Όσο κουβεντιάζουμε καθισμένοι μέσα στο σχολικό, το βλέμμα του Σπύρου φεύγει συχνά και ακολουθεί τα παιδιά που παίζουν μέσα στο σχολείο. Καταλαβαίνω πως νιώθει ένα δέσιμο μαζί τους, του το επισημαίνω και τον ρωτώ τι γίνεται όταν φεύγουν από το σχολείο. «Στην τελετή αποφοίτησης της ΣΤ' Δημοτικού εγώ δεν πηγαίνω ποτέ. Δεν το αντέχω. Αλήθεια, δεν το αντέχω» ομολογεί.
Το δέσιμο και το καθημερινό ραντεβού με αυτά τα παιδιά είναι που του δίνουν τη δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι το πρωί. «Ό,τι πρόβλημα και να έχεις, μόλις μπει στο σχολικό το πρώτο παιδί, το ξεχνάς, θες, δεν θες. Είναι τρομερά πλάσματα. Ακούς απίστευτα πράγματα από το στόμα τους. Δεν κρατάνε τίποτα μέσα τους, τα λένε όλα. Απλά πράγματα που μπορούν να σου αλλάξουν τη διάθεση και ολόκληρη την ημέρα. Μπαίνουν μέσα, βάζουμε μουσική και αρχίζουν να τραγουδάνε. Πρέπει να το ζήσεις για να καταλάβεις» λέει.
Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα παιδιά εξαρτώνται από τον Σπύρο. Ξέρει ότι πρέπει να είναι συνεπής στο ραντεβού του, ακόμα κι αν νιώσει κάποια αδιαθεσία το πρωί. «Αν νιώθεις κάπως λίγο πριν φύγεις για το δρομολόγιο πρέπει να πας γιατί θα στήσεις τα παιδιά».
Λίγο πριν φύγουμε από το σχολείο, πλησιάζει μια ομάδα παιδιών που είχαν πάει με τους δασκάλους τους για διάλειμμα στο γειτονικό άλσος. Ο Σπύρος φωνάζει ένα απ' αυτά και το ρωτάει αν θέλει να μας πει τη μαντινάδα που του λέει το πρωί στο λεωφορείο. Ο μικρός γνέφει καταφατικά, μας κοιτάζει κάπως διερευνητικά και ξεκινάει: «Με μπαρμπα-Σπύρο οδηγό θα πάω στον Ψηλορείτη, να δει τ' όμορφο το σχολικό ολάκερη η Κρήτη».
Πηγή: LIFO